- χαιρετούρα
- ηζωηρός χαιρετισμός: Μόλις είδε το λοχαγό του, του πάτησε μια χαιρετούρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χαιρετούρα — η, Ν ζωηρός χαιρετισμός με έντονες κινήσεις ή με ζωηρά λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαιρετώ + κατάλ. ούρα (πρβλ. ανακατωσ ούρα, χασ ούρα)] … Dictionary of Greek
-ούρα — κατάλ. θηλυκών ουσ. τής Νέας Ελληνικής που προήλθε από τη λατ. κατάλ. ura (πρβλ. λατ. clausura, figura), ενώ, κατ άλλη απόψη πρόκειται για μεγεθυντική κατάλ. τών ουσ. σε ούρι(ον), πρβλ. και ουρία.Παραδείγματα ουσ. σε ούρα: αγιαστούρα,… … Dictionary of Greek